- προσάββατος
- προ-σάββατος, vor dem Sabbath; τὸ προσάββατον, Vorsabbath
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προσάββατος — ον, Α 1. (για ημέρα) αυτός που προηγείται τού Σαββάτου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσάββατον η ημέρα που προηγείται τού Σαββάτου, δηλ. η Παρασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + Σάββατον] … Dictionary of Greek